- αλειφαζόος
- ἀλειφαζόος και ἀλειφοζόος, ο(στη Μυκην.) η λέξη απαντά σε πινακίδα στην Πύλο ως επαγγελματικό όνομα, που σημαίνει «μυροποιός», «αρωματοποιός».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλειφα* «μύρο» + *ζόος, αμάρτυρος τ. του ρ. ζέω (= βράζω)].
Dictionary of Greek. 2013.